φθονοῦν

φθονοῦν
φθονέω
bear ill-will
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
φθονέω
bear ill-will
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άφθονος — (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5 6 χιλιοστά. * * * η, ο (AM ἄφθονος …   Dictionary of Greek

  • αζήλευτος — η, ο [ζηλεύω] 1. αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, δεν τόν φθονούν 2. αυτός που δεν ζηλεύει, που δεν είναι ζηλιάρης …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • αφθόνητος — η, ο αυτός που δεν τον φθονούν, που είναι ανάξιος για να τον φθονήσουν: Τέτοια πλούτη είναι αφθόνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”